τραμπαλίζομαι

τραμπαλίζομαι
качаться на качелях

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "τραμπαλίζομαι" в других словарях:

  • τραμπαλίζομαι — τραμπαλίστηκα, κουνιέμαι στην τραμπάλα (βλ. λ.): Τράμπα, τραμπαλίζομαι, πέφτω και τσακίζομαι (λαϊκός στίχος) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τραμπαλίζομαι — Ν [τραμπάλα] 1. κάνω τραμπάλα, κάθομαι στο ένα άκρο τής τραμπάλας και σπρώχνοντας το έδαφος με το πόδι σηκώνομαι, ενώ την ίδια στιγμή ο συμπαίκτης μου που κάθεται στο απέναντι άκρο κατεβαίνει και επαναλαμβάνει την ίδια κίνηση 2. (γενικά)… …   Dictionary of Greek

  • τραμπάλα — και διαλ. τ. δραμπάλα και ντραμάλα, η, Ν 1. παιδικό παιχνίδι που αποτελείται από μικρή σιδερένια ή ξύλινη δοκό ή σανίδα που ταλαντεύεται σε διχαλωτό υποστήριγμα, τοποθετημένο στο κέντρο βάρους της και η οποία έχει μικρά καθίσματα στα άκρα τής… …   Dictionary of Greek

  • τραμπαλεύομαι — Ν [τραμπάλα] τραμπαλίζομαι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»